Ένα εκρηκτικό κοκτέιλ απειλεί την ευρωπαϊκή οικονομία. Οι τιμές σε ομόλογα, μετοχές και εμπορεύματα πιέζονται και δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας. Η κατάσταση δείχνει να περιπλέκεται ακόμη περισσότερο μετά τις χθεσινές φερόμενες επιθέσεις στους αγωγούς φυσικού αερίου.
Οι φόβοι, που δείχνουν να είναι βεβαιότητα, προκαλούν έκδηλη ανησυχία στις περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ κάποιοι ιδιαίτερα απαισιόδοξοι θεωρούν ότι η Μόσχα παίζει τα ρέστα της σε έναν πόλεμο που δεν της βγαίνει.
Και σαν μην έφτανε το συγκεκριμένο μέτωπο, δείχνει να ανοίγει ένα ακόμη, αυτό της Ιταλίας. Όλοι εύχονται η κατάσταση να μην εξελιχθεί τόσο αρνητικά όσο δείχνει αυτή την στιγμή και έτσι η Ευρώπη να έχει έναν πονοκέφαλο λιγότερο.
Δύο είναι αυτή την στιγμή τα άμεσα μεγάλα αγκάθια, για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και ειδικά αυτές του Νότου. Το πρώτο είναι οι υψηλές αποδόσεις στα ομόλογα που λειτουργούν περίπου απαγορευτικά και στην σκέψη για άντληση κεφαλαίων. Για παράδειγμα η Ελλάδα είχε ως σκοπό να βγει στις αγορές μέχρι τέλος του έτους, προκειμένου να χρηματοδοτήσει μέρους των κοινωνικών της δαπανών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Αυτό όπως είναι προφανές δεν θα συμβεί, αν δεν υποχωρήσουν σημαντικά το επόμενο χρονικό διάστημα τα επιτόκια. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μέσα του καλοκαιρού του 2021, σχεδόν πριν από 13 μήνες, το επιτόκιο στα ελληνικά 10ετή ομόλογα ήταν στο 0,6%, όσο περίπου και της Ιταλίας, ενώ το αντίστοιχο γερμανικό ήταν αρνητικό στο 0,58%. Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας εφαρμοζόταν σε φουλ ρυθμούς, επιπλέον του κανονικού QE, κι έτσι κράτη και επιχειρήσεις απολάμβαναν το χαμηλότερο κόστος δανεισμού στα χρονικά.
Σήμερα βρισκόμαστε στην άλλη πλευρά του λόφου. Οι επενδυτές ζητούν επιτόκιο 2,25% από τη Γερμανία, 4,77% από την Ιταλία και 4,94% από την Ελλάδα. Η απόδοση του γερμανικού 10ετούς είναι η υψηλότερη από το 2011, μέσα στην κρίση χρέους, του αντίστοιχου ιταλικού η υψηλότερη από το 2013, ενώ η τελευταία φορά που το ελληνικό δημόσιο πλήρωνε τόσο ακριβά για να δανειστεί ήταν στα τέλη Μαΐου του 2018.
Η τάση αυτή δεν φαίνεται να αναστρέφεται γρήγορα. Αυτό θα συμβεί ότι ολοκληρωθεί ο κύκλος αυξήσεων επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες και αυτό μόνο κοντά δεν φαντάζει. Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, οι διεθνείς οίκοι αναθεωρούν συνεχώς προς τα πάνω το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ, με την Goldman Sachs να το τοποθετεί στο 2,75% και να προβλέπει δύο διαδοχικές αυξήσεις του 0,75% στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου και του Δεκεμβρίου, παρά την επερχόμενη ύφεση, καθώς και μία αύξηση του 0,50% τον Φεβρουάριο.
Οι κεντρικές τράπεζες έχουν κάνει την επιλογή τους, απόρροια της καθυστερημένης αντίδρασής τους. Να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό με την πρόκληση ύφεσης. Θεωρούν ότι ο πληθωρισμός αυτή την στιγμή αποτελεί τον μεγαλύτερο εχθρό της οικονομίας και επιλέγουν την λύση ότι «το ένα κακό περνάει με ένα άλλο κακό».
Αυτό είναι το οικονομικό ζήτημα και ανεξάρτητα τον χρόνο και το κόστος, θα βρει λύση. Εκείνο που παραμένει ως ισχυρό ερώτημα είναι η γεωπολιτική κατάσταση. Η Ρωσία δείχνει και είναι απρόβλεπτη. Τον φετινό χειμώνα παίζει τα ρέστα και δοκιμάζει τις αντοχές και της Δύσης, αλλά και τις δικές της.
Οι τιμές στο φυσικό αέριο δείχνουν μία τρομερή μεταβλητότητα και είναι εξαιρετικά αδύνατο να προβλέψει κάποιος την εξέλιξη των τιμών.
www.newsit.gr